Ατάκτως Ερριμμένα έργα

Ατακτως Ερριμμενα

2018

ΑΤΑΚΤΩΣ ΕΡΡΙΜΜΕΝΑ

Η Τάνια Δρογώση, στην παρουσιαζόμενη αυτήν ενότητα των ζωγραφικών της έργων, αναλαμβάνει τον ρόλο του αφηγητή και ταυτοχρόνως εκείνον του οδοιπόρου, καθώς η ματιά της ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα χαμόκλαδα, διασχίζοντας άλλοτε μικρά ξέφωτα και πότε μέρη αποσκιερά, για να ιχνηλατήσει και να περιδιαβεί σβησμένα - από καιρό - αρχαία μονοπάτια, που απαρτίζουν τον δικό της εικαστικό και δασώδη λαβύρινθο.

Σε πίνακες διαφόρων μεγεθών, που φορέα τους έχουν τον καμβά. η ζωγράφος έχει φιλοτεχνήσει με λινέλαιο, με ακρυλικά επίσης χρώματα και μικτά υλικά, τις όψεις και διαδρομές ενός πραγματικού και παραλλήλως ενός φανταστικού δάσους που η Τάνια Δρογώση μας το αποκαλύπτει συνήθως μέσα από μια ευφάνταστη ποικιλομορφία και μια κατωφερώς διαγώνια προοπτική. Πρόκειται για την ελαστικότητα που στην ζωγραφική αυτή αποκτούν οι πτυχές κι αναπτυχώσεις του χώρου, ιδωμένου μέσα από μια προοπτική του “αετού”, όπως ήταν γνωστότερη στα χρόνια της Αναγέννησης, μιας δηλαδή βιωματικής περπατησιάς, που διαδραματίζεται ως οπτικοποίηση για τα εντός κι εκτός ιστορίας “γεγονότα”. Η προοπτική αυτή, που εποπτεύει και παραλλήλως κατοπτεύει, (αντίθετα με εκείνην του “βατράχου”) φέρνει στο προσκήνιο την σημασία της εντοπιότητας σε σχέση με εκείνην της διαχρονίας. Μια σχέση, που αφορά κατ’ αναλογίαν το βάθος και την επιφάνεια, το γήινο και το υπερβατικό επίπεδο, όπως επίσης τα φανερά - σε συμβιωτική συνύπαρξη κι ισορροπημένη αντιπαράθεση - με τα υποκρυπτόμενα, που βρίσκονται στις σκιές αυτού του εικαστικά πραγματικού, αλλά ταυτοχρόνως και νοητού δάσους.

Τα συμπτωματικά και τα ασύμπωτα στοιχεία στα έργα αυτά, μαζί με τα ορατά και τα αθέατα, αντιστοιχούν στον διάλογο που υπάρχει ανάμεσα στην συνείδηση και στον ασυνείδητο, στην ατομικότητα και στην ομαδικότητα, στο παρελθόν και στο παρόν, στον μύθο και στην ιστορία. Γιατί είναι βέβαιο πως η Τάνια Δρογώση, χρησιμοποιώντας την ρεαλιστική γραφή συνδυασμένη με την εξπρεσσιονιστική χειρονομία και τον χρωματικά αντιστικτικό διάλογο ανάμεσα στα ψυχρά και στα θερμά “φώτα” του ιμπρεσσιονισμού, δεν κάνει τίποτε άλλο στην αλληγορική και συμβολική της κατ’ ουσίαν γλώσσα, από το να ενυδατώνει και να ζωογονεί την χοϊκότητα κι ευθρυπτότητα των αντκειμένων, που λειψά κι αντιστεκόμενα εκείνα στη φθορά και άλλοτε αφημένα στην τύχη τους, προκαλούν σαν τα επίμονα ερωτηματικά τον διαβάτη. Έλκουν, με άλλα λόγια, την στιγμιαία προσοχή του, μέσα από ασυνέχειες τους και τις “ανακοπές” που έχει το κάθε τους σενάριο ιστορίας υποστεί κατά το διάβα του χρόνου, όπως φαίνεται στην πραγματικότητα, που ορίζει αυτή τη φύση, όσο και η ίδια η ανακοπτόμενη “συνοχή” που αφορά την πλοκή της κάθε επιμέρους αφήγησης.

Κορμοί ΄δεντρων και γκριζωπά κλαδιά, σχηματίζουν ένα παράδοξο και τρισδιάστατο “αλφάβητο” με ιερογλυφικά, (αν θεωρήσει κανείς ότι τα βλέπουμε τα “αντικείμενα” αυτά σαν φόρμες), παραμερίζοντας προς στιγμήν τις επιζητούμενες κι αλλοτινές σημασίες τους. Αλλού πάλι, αυτά θυμίζουν συλλαβές ποτ ανιχνέυουν ξεχασμένα κομμάτια και νοήματα, φθαρμένα πια κι ερχόμενα από εκείνο θαρρείς το υφαντό απαντοχής της Πηνελόπης, με ξεραμένα παραδίπλα χόρτα και πέτρες αφημένες στη μοναξιά τους. Ανάμεσα, αντικρίζει κανείς σβώλους χώματος, τέφρας κι αποτσίγαρα, κιτρινισμένα φύλλα και κάποια ορφανά υπολείμματα από μια παλιότερη χωή ή κάποιο τυχαίο και μοιραίο πέρασμα ανθρώπου, όπως είναι ένα ξεχαρβαλωμένο παπούτσι, άχρηστα και παραπεταμένα αντικείμενα αφημένα στην τύχη τους, σπασμένα και λησμονημένα, καθώς ένα μικρό δοχείο με νερό της βροχής. Ξάφνου το βλέμμα αγκιστρένεται σε κομμάτι από σκοινί, έπειτα εμφανίζονται περιστασιακά ξύλα και λιθαράκια ατάκτως ερριμμένα να θυμίζουν το ανάλογο απόφθεγμα του Ξενοφώντα. Κι όλα, παρουσιασμένα μέσα από χρώματα και κυρίως μέσα από τις τονικότητες και την κρυμμένη χαρμολύπη της ώχρας, του ξεπλυμένου γαλάζιου, του ρόδινου της αυγής κι ενός πνιγμένου καημού, έρχονται στα έργα αυτά να συναντήσουν την όμπρα της αποδρομής ή το μενεξεδί του νοσταλγικού απογεύματος, αλλά και των κοκκινωπών αποχρώσεων που σαν μακρινές αναπολήσεις κι ανεξίτηλες μνήμες διαπλέκουν, καθώς διάτρητη θαρρείς δαντέλα, την υφή τους μέσα από τους υπόλευκους τόνους και τα σταχτιά ημιτόνια της απουσίας.

[…]

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε, πως οι πτυχές αυτού του δασώδους περιβάλλοντος, που πλαισιώνουν θεματικά, αλλά κι εκθεσιακά τον θεατή, σαν φανταστικές όψεις και διαδρομές συνείδησης και υποσεινήδητου, ενοποιούνται μέσα από έναν άτυπα σχηματιζόμενο λαβύρινθο. Από τις χρονικές ασυνέχειες που υποδηλώνουν τα κατάλοιπα φύσης κι ανθρώπινης επενέργειας, αλλά κι από τα τυχαία ή μοιραία άλματα που φανερώνουν, τόσο ο χρόνος, όσο και οι συγκυρίες, γεφυρώνεται στα έργα αυτά η απορία με το αίνιγμα, όπως και η δραματικότητα του ασύμπωτου με ένα υφέρποντα λυρισμό. Η παραστατικότητα, με βάση την οποία ενεργοποιείται μια στοχαστική αναψηλάφηση εννοιών, έχοντας συναντηθεί στην προκειμένη περίπτωση, με την αδέσμευτη διαπραγμάτευση της χειρονομιακής αφαίρεσης, αναδεικνύει εν τέλει την συνεύρεση παρελθόντος και παρόντος. Διακρίνουμε επιπλέον την μεταβλητότητα της προσωπικής σε απρόσωπη με τον χρόνο κατάσταση, σύμφωνα με τον τρόπο άλλωστε που λειτουργούν οι μνήμες και οι εντυπώσεις, χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τα εμπεριέχει όχι μόνον ο εαυτός μας και ο πολιτισμός που παράγουμε, αλλά και η ίδια η φύση που μας περιβάλλει και, ως όντα, μας συνιστά.

Αθηνά Σχινά
Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού